- αγόρασμα
- τό1) покупка; 2) подкуп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα … Dictionary of Greek
αγόρασμα — το, ατος καθετί που αγοράζεται, ψώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορασμάτων — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματα — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματ' — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl ἀγοράσματι , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut dat sg ἀγοράσματε , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορασμός — ο (Α ἀγορασμὸς) [ἀγοράζω] το αγόρασμα* … Dictionary of Greek
τἀγοράσματα — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)